- εξαμαρτάνω
- (AM ἐξαμαρτάνω) [αμαρτάνω]αμαρτάνω, αποτυγχάνω, διαπράττω σφάλμα(«σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν, Αισχύλ.)αρχ.1. δεν πετυχαίνω τον στόχο («μἡ τι παίοντες ἐξαμαρτῶμεν», Ξεν.)2. (για αρρώστια) θεραπεύομαι ελλειπώς3. (για πολίτευμα) έχω σοβαρές ελλείψεις4. κάνω κάποιον να σφάλει5. παθ. ἐξαμαρτάνομαιεκτελούμαι εσφαλμένα.
Dictionary of Greek. 2013.